- φυλακτή
- φυλακτόςcapable of being preservedfem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Φυλακτή — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 1.000 μ.) του νομού Καρδίτσας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (18 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκει και άλλος ένας μικρότερος οικισμός, τα Καλύβια Φυλακτής (υψόμ. 880 μ.) … Dictionary of Greek
Αποστολάρας — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αθανάσιος. Γεννήθηκε στη Φυλακτή των Αγράφων. Υπηρέτησε στις ομάδες ατάκτων του Γ. Καραϊσκάκη. Σκοτώθηκε στο Κερατσίνι του Πειραιά τον Μάρτιο του 1827. 2. Αθανάσιος. Καταγόταν από τη Θεσσαλία. Συμμετείχε στην… … Dictionary of Greek